- μπαρούφα
- η(λ. ιταλ.), σαχλαμάρα, ανοησία: Σταμάτα να λες μπαρούφες!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.