μπαρούφα

μπαρούφα
η
(λ. ιταλ.), σαχλαμάρα, ανοησία: Σταμάτα να λες μπαρούφες!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπαρούφα — η 1. ανοησία, σαχλαμάρα 2. αβάσιμη καυχησιολογία 3. άκακο ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. baruffa «φασαρία, καβγάς»] …   Dictionary of Greek

  • μπαρούφας — ο [μπαρούφα] αυτός που λέει μπαρούφες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”